- πωρωμένος
- η , ο[ν] совершенно бесчувственный, чёрствый, каменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
πωρώνομαι — πωρώνομαι, πωρώθηκα, πωρωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασυνείδητος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, ο πωρωμένος: Ως επαγγελματίας ήταν ασυνείδητος. 2. (για πράξεις), αυτός που δε γίνεται ευσυνείδητα, άδικος, κακοήθης: Σε μερικά βιοτεχνικά εργαστήρια γίνεται ασυνείδητη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωρώνομαι — πωρώθηκα, πωρωμένος, απολιθώνομαι, παθαίνω ηθική διάβρωση, γίνομαι ηθικά αναίσθητος: Πωρωμένη συνείδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)